Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

καὶ νουνεχῶς

См. также в других словарях:

  • πραγματικός — ή, ό / πραγματικός, ή, όν, ΝΜΑ [πρᾱγμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πραγματικότητα, που συμφωνεί με την πραγματικότητα 2. αυτός που υπάρχει πραγματικά, ο αληθινός, ο αντικειμενικός («πραγματική ιστορία») νεοελλ. 1. (νομ.) αυτός… …   Dictionary of Greek

  • νουνεχής — ές (ΑΜ νουνεχής, ές) συνετός, εχέφρων, μυαλωμένος («λογισμὸς ἑστὼς καὶ νουνεχής», Πολύβ.). επίρρ... νουνεχῶς (ΑΜ) με σύνεση. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. νοῦν ἔχει (πρβλ. προσ εχής, συν εχής) ή νοῦν ἔχων] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»